- πατροτοπικός
- -ή, -ό(κοινων. ανθρωπολ.) τύπος εγκατάστασης που επιβάλλεται σε ένα ζεύγος νεονύμφων και κατά τον οποίο η σύζυγος έρχεται να ζήσει στην οικογένεια τού συζύγου της.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + τοπικός. Η λ. αποτελεί απόδοση τού αγγλ. patrilocal < patri- (< πατήρ, πατρός) + local «τοπικός»].
Dictionary of Greek. 2013.